θυλακολέων

θυλακολέων
(Τhylacoleon). Γένος διπρωτοδόντιων μαρσιποφόρων θηλαστικών που έχει εκλείψει. Περιλάμβανε ζώα τα οποία είχαν κρανίο πλατύ προς τα πίσω, ίσο σε μέγεθος με εκείνο του λιονταριού και κοντό και στενό ρύγχος. Τα δάχτυλα των ποδιών τους ήταν μακριά και τα νύχια τους κυρτά και ισχυρά. Απολιθωμένα λείψανα των ζώων του γένους αυτού βρέθηκαν στην Αυστραλία, σε στρώματα της πλειστόκαινης υποδιαίρεσης του καινοζωικού αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”